- μονογονία
- η [μονόγονος]1. η γένεση ενός νεογνού σε κάθε τοκετό2. (θιολ.) αγενής —δηλ. αφυλετική—, αναπαραγωγή, οπότε αποσπάται από το γονικό σώμα ένα τμήμα του και αναπτύσσεται μόνο του σε όμοιο οργανισμό.[ΕΤΥΜΟΛ. < μονόγονος].
Dictionary of Greek. 2013.